Dictionary of Greek. 2013.
ξεπανίζω — καθαρίζω έναν χώρο από τις αράχνες. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + πανίζω «καθαρίζω» (< πανί)] … Dictionary of Greek
πάνισμα — και πάννισμα, το [παν(ν)ίζω] το αποτέλεσμα τού πανίζω, καθάρισμα φούρνου με πανί … Dictionary of Greek
παννίζω — βλ. πανίζω … Dictionary of Greek